αγειτόνευτος

αγειτόνευτος
-η, -ο
ο χωρίς γείτονα, ο απομονωμένος: Κοντά στ' άλλα είχαν και σπίτι αγειτόνευτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγειτόνευτος — η, ο (Μ ἀγειτόνευτος, ον) [γειτονεύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κοινωνικές σχέσεις με τους γείτονές του, ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν έχει γείτονες, απομονωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”